λαιμοτομος

λαιμοτομος
    I.
    λαιμοτόμος
    λαιμο-τόμος
    2
    1) перерезывающий горло
    

(χείρ Eur.; σφαγίς Anth.)

    2) отсекший голову (у Горгоны)
    

(Περσεύς Eur.)

    II.
    λαιμότομος
    λαιμό-τομος
    2
    1) с перерезанным горлом, отрубленный
    

(κεφαλή Eur.)

    2) пролившийся из отрубленной головы
    

(σταλαγμοὴ Γοργοῦς Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαιμοτομος" в других словарях:

  • λαιμοτόμος — λαιμοτόμος, ον (α) αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο τόμος, φυλλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λαιμότομος — λαιμότομος, ον (Α) αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά τομος, υλό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λαιμοτόμος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμον — λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc sg λαιμοτόμος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμου — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen sg λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμους — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμων — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομον — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc sg λαιμότομος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»